- σεμνολογώ
- σεμνολογῶ, -έω, ΝΑ [σεμνολόγος]μιλώ με σεμνότητα, με ευγένειααρχ.μέσ. σεμνολογοῡμαι, -έομαια) μιλώ σοβαράβ) μιλώ με βαρυσήμαντες φράσεις, με επίσημο ύφος («τοιαῡτα τοῡ Καλλικρατίδου... σεμνολογησαμένου», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.